- λαμπαδαρχίας
- λαμπαδαρχίᾱς , λαμπαδαρχίαsuperintendence of thefem acc plλαμπαδαρχίᾱς , λαμπαδαρχίαsuperintendence of thefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμπαδάρχης — και λαμπάδαρχος, ό, θηλ. λαμπαδάρχισσα (Α) αυτός που είχε το αξίωμα τής λαμπαδαρχίας, επόπτης και χορηγός λαμπαδηδρομιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, άδος + άρχης* / αρχος*] … Dictionary of Greek
λαμπαδαρχία — λαμπαδαρχία, ἡ (Α) (στην Αθήνα) το λειτούργημα τού λαμπαδάρχου, αυτού που διηύθυνε τη λαμπαδηδρομία («λειτουργεῑν τὰς δαπανηρὰς μή χρησίμους δὲ λειτουργίας, οἷον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπαδάρχης ή λαμπάδαρχος] … Dictionary of Greek